- τελ-ωνεῖον
τελ-ωνεῖον, τό, das Zollhaus, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελ-ωνεῖον, τό, das Zollhaus, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πωλωνεία — τὰ, Α το να αγοράζει κανείς πώλους, πουλάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πωλώνης (< πῶλος + ώνης < ὠνοῦμαι), πρβλ. τελώνης: τελ ωνεῖον] … Dictionary of Greek