- προτέρωθε
προτέρωθε, adv. von πρότερος, von früher her, E. M. 385, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προτέρωθε, adv. von πρότερος, von früher her, E. M. 385, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προτέρωθεν — ΜΑ, και προτέρωθε Α επίρρ. εκ τών προτέρων, από πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε* (πρβλ. ἑτέρω θεν). Το ω τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους, προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών] … Dictionary of Greek