- τεμένιος
τεμένιος, vom Hain od. Tempel, dazu gehörig, φυλλὰς τεμενία, Laub des Tempelhains, Soph. Tr. 751.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεμένιος, vom Hain od. Tempel, dazu gehörig, φυλλὰς τεμενία, Laub des Tempelhains, Soph. Tr. 751.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεμένιος — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut gen sg (doric) τεμένιος of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμένιος — ία, ον, Α [τέμενος] 1. τεμενικός* 2. το θηλ. ἡ τεμενία προσωνυμία τής Εστίας 3. φρ. «φυλλὰς τεμενία» τα δένδρα και τα φύλλα τού ιερού άλσους (Σοφ.) … Dictionary of Greek
τεμενία — τεμενίᾱ , τεμένιος of fem nom/voc/acc dual τεμενίᾱ , τεμένιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμενίτης — Οικισμός κοντά στις αρχαίες Συρακούσες, προάστιο ουσιαστικά της αρχαίας πόλης, όπου βρισκόταν ο ναός του Τεμενίτη Απόλλωνα. Τον οικισμό αυτό οι Συρακούσιοι τον περιέλαβαν, με εισήγηση του στρατηγού Ερμοκράτη, στο τείχος της πόλης. Ο Τ.… … Dictionary of Greek
τεμενικός — ή, όν, ΜΑ [τέμενος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέμενος, τεμένιος* μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τεμενικόν ονομασία ναού που είχε ιερό άλσος αρχ. 1. (για εισόδημα) αυτός που προέρχεται από τη μίσθωση ιερών κτημάτων 2. ως κύριο όν. Τεμενικός τίτλος … Dictionary of Greek
τεμενίαν — τεμενίᾱν , τεμένιος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)