- τεμάχιον
τεμάχιον, τό, dim. von τέμαχος, Plat. Conv. 191 e; übh. Bruchstück, Glied, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεμάχιον, τό, dim. von τέμαχος, Plat. Conv. 191 e; übh. Bruchstück, Glied, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεμάχιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχίοις — τεμάχιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχίῳ — τεμάχιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμάχια — τεμάχιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμάχιο — το / τεμάχιον, ΝΜΑ [τέμαχος] τμήμα πράγματος που έχει κοπεί, διαιρεθεί ή σπάσει, κομμάτι (α. «τεμάχιο άρτου» β. «τεμάχιο οικοπέδου» γ. «κατὰ τεμάχια πλεῑστα διαιρεθῆναι», Γρηγορ. Ν. δ. «ἄτε τεμάχια ὄντα τοῡ ἄρρενος», Πλάτ.). νεοελλ. 1. συνεκδ.… … Dictionary of Greek
τεμαχίων — τέμαχος slice of fish neut gen pl (doric) τεμάχιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμάχι' — τεμάχια , τεμάχιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)