τινθαλέος

τινθαλέος

τινθαλέος, kochend heiß, sengend; Nic. Al. 445. 463; Nonn. D. 2, 499.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τινθαλέος — α, ον, ΜΑ θερμός, ζεστός («τινθαλέῳ ποτῷ», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα αλέος (πρβλ. αὐ αλέος), άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • τινθαλέοις — τινθαλέος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τινθαλέοισι — τινθαλέος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τινθαλέοισιν — τινθαλέος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τινθαλέῳ — τινθαλέος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατινθαλέος — διατινθαλέος, ον (Α) [τινθαλέος] διάπυρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”