- τεμενικός
τεμενικός, = τεμένιος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεμενικός, = τεμένιος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεμενικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμενικός — ή, όν, ΜΑ [τέμενος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέμενος, τεμένιος* μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τεμενικόν ονομασία ναού που είχε ιερό άλσος αρχ. 1. (για εισόδημα) αυτός που προέρχεται από τη μίσθωση ιερών κτημάτων 2. ως κύριο όν. Τεμενικός τίτλος … Dictionary of Greek
τεμενικά — τεμενικός of neut nom/voc/acc pl τεμενικά̱ , τεμενικός of fem nom/voc/acc dual τεμενικά̱ , τεμενικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμενικῶν — τεμενικός of fem gen pl τεμενικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμενικόν — τεμενικός of masc acc sg τεμενικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμενικοῦ — τεμενικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμενικῷ — τεμενικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμένιος — ία, ον, Α [τέμενος] 1. τεμενικός* 2. το θηλ. ἡ τεμενία προσωνυμία τής Εστίας 3. φρ. «φυλλὰς τεμενία» τα δένδρα και τα φύλλα τού ιερού άλσους (Σοφ.) … Dictionary of Greek
τεμενικῶι — τεμενικῷ , τεμενικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)