- προ-τάρασσω
προ-τάρασσω (s. ταράσσω), vorher in Unordnung bringen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-τάρασσω (s. ταράσσω), vorher in Unordnung bringen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προεταράχθη — πρό ταράσσω stir aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεπιταράσσω — Α αναταράσσω προηγουμένως, προκαλώ προηγουμένως αναταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιταράσσω «ταράσσω, διαταράσσω»] … Dictionary of Greek