τεμαχιστός

τεμαχιστός

τεμαχιστός, adj. verh. von τεμαχίζω, terschnitten und eingesalzen, κωβιός, Macho bei Ath. VI, 244 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τεμαχιστός — ή, ό / τεμαχιστὸς, ή, όν, ΝΜΑ [τεμαχίζω] κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος …   Dictionary of Greek

  • τεμαχιστός — ή, ό κομματιαστός, κατακομμένος: Το σουβλάκι γίνεται από τεμαχιστό κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεμαχιστοί — τεμαχιστός sliced and salted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμαχιστούς — τεμαχιστός sliced and salted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμαχιστικός — ή, ό, Ν [τεμαχιστός] ο χρήσιμος για τεμαχισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”