- τεκνο-γονία
τεκνο-γονία, ἡ, Kindererzeugung, Sp., wie N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκνο-γονία, ἡ, Kindererzeugung, Sp., wie N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουρογονία — κουρογονία, ιων. τ. κουρογονίη, ἡ (Α) η γέννηση αρσενικών παιδιών, αρρενογονία («κουρογονίη καὶ θηλυγονίη», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + γονία (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, τεκνο γονία] … Dictionary of Greek