τεκνο-γόνος

τεκνο-γόνος

τεκνο-γόνος, Kinder zeugend, gebärend, von Frauen, Aesch. Spt. 911.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

  • τέκνο — το / τέκνον, ΝΜΑ 1. ο γόνος, το παιδί, γιος ή κόρη, σε σχέση προς τους γονείς του (α. «το τέκνο μου το μοναχό, το κανακάρικό μου», Θυσ. Αβρ. β. «γλυκύτατόν μου τέκνον», Ακολ. Μ. Σαββ. γ. «σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΚΔ δ. «ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα»,… …   Dictionary of Greek

  • γόνος — ο 1. το παιδί, το τέκνο, ο απόγονος: Είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. 2. τα αβγά των ψαριών και τα νεαρά ψαράκια. 3. η γύρη των λουλουδιών. 4. το σπέρμα, ο σπόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γονός — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

  • φωτογόνος — α, ο / φωτογόνος, ον, ΝΜ, θηλ. και ος Ν αυτός που παράγει φως νεοελλ. 1. κατάλληλος ως φωτιστική ύλη 2. φρ. «φωτογόνα όργανα» τα όργανα διαφόρων οργανισμών στα οποία συντελείται η διεργασία τού βιοφωσφορισμού, τής παραγωγής τού λεγόμενου ψυχρού… …   Dictionary of Greek

  • ζωογόνος — (θηλ. και ζωογόνα), ο (AM ζωογόνος, ον) 1. αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, δημιουργός ζωής, παραγωγικός, γόνιμος, ζωοποιός 2. αυτός που παρέχει ζωή (α. «ζωογόνος αέρας», Βάρν. β. «ζωογόνος θεός», Ιουλ.) 3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές …   Dictionary of Greek

  • σπερμογόνος — α, ο / σπερμογόνος, ον, ΝΜΑ, και σπερματογόνος, α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που παράγει σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. τεκνο γόνος] …   Dictionary of Greek

  • κλήρα — η (Μ κλήρα) κληρονόμος, τέκνο, γόνος, γενιά (α. «εχύνονταν με ακράτητη ορμή... να σώσουν μια τους κλήρα και παρηγοριά», Καρκαβ. β. «καταραμένη κλήρα») νεοελλ. 1. μοίρα, τύχη, ριζικό («δεν έχει στον κόσμο κλήρα») 2. εθνότητα («η ρωμέικη κλήρα»)… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αποβλάστημα — το (Α ἀποβλάστημα) νεοελλ. 1. πληθ. τα αποβλαστήματα (κατά τη θεωρία του Δαρβίνου) είναι αόρατα σωματίδια που παράγονται από τα σωματικά κύτταρα στα διάφορα όργανα, αποχωρίζονται απ αυτά και συσσωρεύονται με ανάλογα σωματίδια στα γεννητικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”