- τεκνο-κτόνος
τεκνο-κτόνος, Kinder tödtend, Kindermörder, μῖσος Eur. Herc. Fur. 1155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκνο-κτόνος, Kinder tödtend, Kindermörder, μῖσος Eur. Herc. Fur. 1155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκοκτόνος — ον, Α τεκνοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκος «παιδί, τέκνο» + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητρο κτόνος] … Dictionary of Greek
λιμοκτονώ — (AM λιμοκτονῶ, έω) πεθαίνω από πείνα, από ασιτία νεοελλ. στερούμαι τα αναγκαία προς το ζην, είμαι πάμπτωχος μσν. αρχ. (μέσ. παθ.) λιμοκτονοῡμαι, έομαι α) υποφέρω από λιμό β) προκαλώ λιμοκτονία, κάνω κάποιον να πεθάνει υποβάλλοντάς τον σε ασιτία… … Dictionary of Greek