- τεκνο-φόνος
τεκνο-φόνος, Kinder mordend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκνο-φόνος, Kinder mordend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενταυροφόνος — κενταυροφόνος, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Ηρακλή) ο φονέας τών κενταύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + φόνος (< φόνος < θείνω «φονεύω»), πρβλ. ανδρο φόνος, τεκνο φόνος] … Dictionary of Greek
τυμβοφόνος — ον, Α αυτός που διενεργεί σύληση τών τύμβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + φόνος (< φόνος), πρβλ. τεκνο φόνος] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek