- τεκνο-τρόφος
τεκνο-τρόφος, Kinder ernährend, erziehend, Sp. – Mit verändertem Accent τεκνότροφος, von Kindern ernährt, erzogen (?l).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκνο-τρόφος, Kinder ernährend, erziehend, Sp. – Mit verändertem Accent τεκνότροφος, von Kindern ernährt, erzogen (?l).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομοτροφώ — κομοτροφῶ, έω (Α) έχω μακριά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + τροφῶ (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφώ, τεκνο τροφώ] … Dictionary of Greek
νυμφοτροφώ — νυμφοτροφῶ, έω (Α) ανατρέφω τη θυγατέρα για γάμο («νυμφοτροφοῡμεν τὰς θυγατέρας», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + τροφῶ (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. τεκνο τροφώ] … Dictionary of Greek