- τεκμηρίωσις
τεκμηρίωσις, ἡ, Beweis, Arrian. An. 4, 7, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκμηρίωσις, ἡ, Beweis, Arrian. An. 4, 7, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκμηριώσει — τεκμηρίωσις proof fem nom/voc/acc dual (attic epic) τεκμηριώσεϊ , τεκμηρίωσις proof fem dat sg (epic) τεκμηρίωσις proof fem dat sg (attic ionic) τεκμηριόω prove positively aor subj act 3rd sg (epic) τεκμηριόω prove positively fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκμηρίωσιν — τεκμηρίωσις proof fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκμηρίωση — η / τεκμηρίωσις, ώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήρια νεοελλ. 1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και… … Dictionary of Greek
τεκμηριώσεως — τεκμηριώσεω̆ς , τεκμηρίωσις proof fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκμηριώσῃ — τεκμηριώσηι , τεκμηρίωσις proof fem dat sg (epic) τεκμηριόω prove positively aor subj mid 2nd sg τεκμηριόω prove positively aor subj act 3rd sg τεκμηριόω prove positively fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)