- τεκνο-ποιΐα
τεκνο-ποιΐα, ἡ, das Kindermachen, Gebären, Jungen; Xen. Mem. 1, 4, 7, öfter; Arist. eth. 8, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκνο-ποιΐα, ἡ, das Kindermachen, Gebären, Jungen; Xen. Mem. 1, 4, 7, öfter; Arist. eth. 8, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυγατροποιία — θυγατροποιΐα, ἡ (Α) υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιία < ποιός < ποιώ), πρβλ. οδο ποιία, τεκνο ποιία] … Dictionary of Greek