- τεκνο-ποιητικός
τεκνο-ποιητικός, ή, όν, zum Kinderzeugen od.- gebären gehörig, geschickt, Arist. polit. 1, 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκνο-ποιητικός, ή, όν, zum Kinderzeugen od.- gebären gehörig, geschickt, Arist. polit. 1, 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλοποιητικός — κεφαλοποιητικός, ή, ον (Α) αυτός που παράγει ή φτιάχνει κεφάλια («δύναμις κεφαλοποιητική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ποιητικός (< ποιητής < ποιητής < ποιῶ), πρβλ. ζωο ποιητικός, τεκνο ποιητικός] … Dictionary of Greek