τεκνόεις, s. unter τεκνοῠς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκνόεις — εσσα, εν, Α βλ. τεκνοῡς … Dictionary of Greek
τεκνούς — οῦσσα, οῦν και τεκνόεις, εσσα, εν, Α αυτός που έχει πολλά παιδιά, πολύτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + κατάλ. οῦς (< όεις με συναίρεση, βλ. και λ. όεις)] … Dictionary of Greek