- προ-τονίζω
προ-τονίζω, mit den προτόνοις die Segel aufziehen, λαίφεα προτονίζετε, Antip. Sid. 37 (X, 2).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-τονίζω, mit den προτόνοις die Segel aufziehen, λαίφεα προτονίζετε, Antip. Sid. 37 (X, 2).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπερισπώ — προπερισπῶ, άω, ΝΑ γραμμ. τονίζω με περισπωμένη την παραλήγουσα λέξης νεοελλ. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) προπερισπώμενος, ένη, ο αυτός που παίρνει περισπωμένη στην παραλήγουσα («προπερισπώμενη λέξη» λέξη που τονίζεται με περισπωμένη στην παραλήγουσα σε … Dictionary of Greek
προπιαίνω — Μ 1. παχαίνω κάποιον προηγουμένως 2. μτφ. υπογραμμίζω, τονίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πιαίνω «παχαίνω κάποιον ή κάτι»] … Dictionary of Greek