- πρός-τριψις
πρός-τριψις, ἡ, das Anreiben (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρός-τριψις, ἡ, das Anreiben (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek