- τειχήεις
τειχήεις, εσσα, εν, = τειχιόεις, bei Strab. X, 4, 11 v. l. in einer homerischen Stelle.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τειχήεις, εσσα, εν, = τειχιόεις, bei Strab. X, 4, 11 v. l. in einer homerischen Stelle.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τειχήεις — εσσα, εν, Α (δ. γρφ.) τειχιόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. ήεις (βλ. και όεις), πρβλ. μοχθ ήεις] … Dictionary of Greek
τειχήεσσα — τειχήεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχήεσσαν — τειχήεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek