τειχο-δομία

τειχο-δομία

τειχο-δομία, , das Erbauen einer Mauer, Plut. Nic. 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θολοδομία — η το σύνολο τών εργασιών τής κατασκευής θόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + δομία (< δομος < δόμος < δέμω), πρβλ. οικο δομία, τειχο δομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • χαλικοδομία — η, Ν δόμηση με χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + δομία (< δόμος < δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. τειχο δομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Γρ. Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”