- προ-ταμιεῖον
προ-ταμιεῖον, τό, Gemach vor dem Magazin, Xen. Hell. 5, 4, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ταμιεῖον, τό, Gemach vor dem Magazin, Xen. Hell. 5, 4, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προταμιείον — τὸ, Α δωμάτιο που βρίσκεται πριν από την αποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ταμιεῖον «αποθήκη, θησαυροφυλάκιο» (< ταμιεύω)] … Dictionary of Greek