- τειχύδριον
τειχύδριον, τό, dim. von τεῖχος, Xen. Hell. 2, 1, 28, kleines Kastell.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τειχύδριον, τό, dim. von τεῖχος, Xen. Hell. 2, 1, 28, kleines Kastell.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τειχύδριον — τὸ, Α μικρό τείχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek
τειχύδρια — τειχύδριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek