τεκτονικός

τεκτονικός

τεκτονικός, zum Zimmermann od. Baumeister gehörig, im Bauen geschickt; ὁ τεκτ., der Zimmermann od. Baumeister, Plat. Rep. IV, 443 c u. öfter; ἡ τεκτονική, sc. τέχνη, Baukunst, Euthyd. 281 a; neben χαλκεία, Prot. 324 e; bes. Kunst der Holzbearbeitung im Ggstz der Metallverarbeitung, χαλκευτική, D. L. 3, 100, wie auch Xen. τὸν τεκτονικὸν ἢ χαλκευτικόν neben einander stellt, Mem. 1, 1, 7, vgl. Oec. 12, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τεκτονικός — practised masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκτονικός — ή, ό / τεκτονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέκτων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό νεοελλ. 1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονικός, -ή — ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους τέκτονες, οικοδόμους, ξυλουργούς: Τεκτονικά εργαλεία. 2. αυτός που αναφέρεται στον κλάδο της γεωλογίας «τεκτονική» (βλ. λ.): Τεκτονικός σεισμός. 3. αυτός που αναφέρεται στον τεκτονισμό, στους μασόνους, ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεκτονικά — τεκτονικός practised neut nom/voc/acc pl τεκτονικά̱ , τεκτονικός practised fem nom/voc/acc dual τεκτονικά̱ , τεκτονικός practised fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκτονικῶν — τεκτονικός practised fem gen pl τεκτονικός practised masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκτονικόν — τεκτονικός practised masc acc sg τεκτονικός practised neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκτονικαῖς — τεκτονικός practised fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκτονικαί — τεκτονικός practised fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκτονικοῖς — τεκτονικός practised masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκτονικοί — τεκτονικός practised masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκτονικοῦ — τεκτονικός practised masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”