- τεκτοσύνη
τεκτοσύνη, ἡ, die Kunst des Zimmermanns, die Baukunst, auch die Arbeit selbst, der Bau; Hom. im plur., ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, Od. 5, 250; Eur. Andr. 1015; ἐπέων, Nicarch. 38 (VII, 159).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκτοσύνη, ἡ, die Kunst des Zimmermanns, die Baukunst, auch die Arbeit selbst, der Bau; Hom. im plur., ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, Od. 5, 250; Eur. Andr. 1015; ἐπέων, Nicarch. 38 (VII, 159).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκτοσύνη — the art of a joiner fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτοσύνῃ — τεκτοσύνη the art of a joiner fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτοσύνη — ἡ, Α [τέκτων, ονος] 1. η τέχνη τού τέκτονα, τού μαραγκού 2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα («τεκτοσύνη ἐπέων», Παλ. Ανθ.) … Dictionary of Greek
τεκτοσύνην — τεκτοσύνη the art of a joiner fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτοσύνης — τεκτοσύνη the art of a joiner fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτοσύνας — τεκτοσύνᾱς , τεκτοσύνη the art of a joiner fem acc pl τεκτοσύνᾱς , τεκτοσύνη the art of a joiner fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
ξυλοδωνίη — και δ. γρφ. ξυλοδομίη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις». [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + δέμω / δωμῶ] … Dictionary of Greek
ՀԻՒՍՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0103 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c գ. τεκτονική fabrilis ars τεκτονία, τεκτοσύνη structura. Արհեստ եւ գործ հիւսան. հիւսնականն. հիւսնելն. *Զհիւսնութիւն փայտից գործել ըստ ամենայն գործոյ. Ել. ՟Լ՟Ա. 5: *Որպէս հիւսնութիւն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
τεκτοσυνάων — τεκτοσυνά̱ων , τεκτοσύνη the art of a joiner fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)