τικτικός

τικτικός

τικτικός, zum Gebären gehörig, förderlich dabei; φάρμακον, Ar. bei Phot.; Poll. 4, 208.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τικτικός — και τεκτικός, ή, όν, Α [τίκτω / τέκος] 1. αυτός που ανήκει, ή αναφέρεται στον τοκετό ή είναι χρήσιμος και κατάλληλος για τον τοκετό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τικτικόν (ενν. φάρμακον) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χορηγείται στις επιτόκους …   Dictionary of Greek

  • τικτικόν — τικτικός of masc acc sg τικτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τικτικαί — τικτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκτικός — ή, όν, Α βλ. τικτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”