- τεχνῖτις
τεχνῖτις, ιδος, ἡ, fem. von τεχνίτης, Künstlerinn, Sp., bei Nicarch. 4 (XI, 73) eine ausgelernte Buhlerinn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεχνῖτις, ιδος, ἡ, fem. von τεχνίτης, Künstlerinn, Sp., bei Nicarch. 4 (XI, 73) eine ausgelernte Buhlerinn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεχνῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. τεχνίτης … Dictionary of Greek
τεχνιτίδων — τέχνιτις crafts woman fem gen pl τεχνῑτίδων , τεχνῖτις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνίτιδες — τέχνιτις crafts woman fem nom/voc pl τεχνί̱τιδες , τεχνῖτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνίτιδος — τέχνιτις crafts woman fem gen sg τεχνί̱τιδος , τεχνῖτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνῖτιν — τεχνῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek
БОГ — [греч. θεός; лат. deus; слав. родствен древнеинд. господин, раздаятель, наделяет, делит, древнеперсид. господин, название божества; одно из производных общеслав. богатый]. Понятие о Боге неразрывно связано с понятием Откровения. Предметом… … Православная энциклопедия
Еврейская философия — Еврейская философия философия, опирающаяся на еврейскую традицию, коллективный опыт еврейского народа[1]. Нередко еврейскую философию определяют более узко как философию иудаизма, то есть как рациональное обоснование иудейской теологии,… … Википедия
τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας … Dictionary of Greek