- τεχνήεις
τεχνήεις, εσσα, εν, künstlich gearbeitet, kunstvoll; Od. 8, 297 (vgl. auch τεχνάωἱ); τεχνηέντως, kunstmäßig, Od. 5, 270; sp. D., wie Qu. Sm. 5, 97; οἰκοδομαὶ τεχνηέστεραι, Ael. N. H. 1, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεχνήεις, εσσα, εν, künstlich gearbeitet, kunstvoll; Od. 8, 297 (vgl. auch τεχνάωἱ); τεχνηέντως, kunstmäßig, Od. 5, 270; sp. D., wie Qu. Sm. 5, 97; οἰκοδομαὶ τεχνηέστεραι, Ael. N. H. 1, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεχνήεις — cunningly wrought masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνήεις — εσσα, ήεν, Α·1. αυτός που κατασκευάστηκε έντεχνα 2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος. επίρρ... τεχνηέντως ΝΑ με επιτήδειο, με έντεχνο τρόπο, με τέχνη («αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως ἥμενος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κατάλ. (ή)εις (βλ … Dictionary of Greek
τεχνήεντα — τεχνήεις cunningly wrought neut nom/voc/acc pl τεχνήεις cunningly wrought masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνηέντως — τεχνήεις cunningly wrought indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνῆσσαι — τεχνήεις cunningly wrought fem nom pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνήεντες — τεχνήεις cunningly wrought masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνήεντι — τεχνήεις cunningly wrought masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνήεντος — τεχνήεις cunningly wrought masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνήεσσα — τεχνήεις cunningly wrought fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
τελήεις — και τελέεις, εσσα, εν, Α 1. άρτιος, τέλειος («οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για οιωνό) αυτός που επαληθεύεται («τεληέντων οἰωνῶν», Ύμν. Ερμ.) 3. (για προφητεία) βέβαιος («τελέεντ ἔπεα», Τυρτ.) 4. φρ. «ὠκεανοῑο τελήεντος… … Dictionary of Greek