τεφράς

τεφράς

τεφράς, άδος, ὁ, der aschenartige, Beiwort der τέττιξ, Ael. H. A. 10, 44.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τεφράς — ash coloured fem nom sg τεφρά̱ς , τεφρός ash coloured fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεφράς — άδος, ὁ, Α (για ένα είδος τέττιγα) αυτός που έχει το χρώμα τής τέφρας, σταχτής («γένη καὶ τεττίγων οὐκ ὀλίγα ἦν ὁ μὲν γὰρ τεφρὰς ἐκ τῆς χρόας ὀνομάζεται», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. λευκ άς)] …   Dictionary of Greek

  • τέφρας — τέφρᾱς , τέφρα ashes fem acc pl τέφρᾱς , τέφρα ashes fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεφρά — τεφράς ash coloured fem voc sg τεφρός ash coloured neut nom/voc/acc pl τεφρά̱ , τεφρός ash coloured fem nom/voc/acc dual τεφρά̱ , τεφρός ash coloured fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Order of the Phoenix (Greece) — Order of the Phoenix Τάγμα του Φοίνικος Grand Cross and Star of the Order of the Phoenix, III. type Awarded by the President of the Hellenic Republic Type Order …   Wikipedia

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • τεφρός — ή, ό / τεφρός, ά, όν, ΝΑ, και ιων. θηλ. τεφρή Α αυτός που έχει το χρώμα τής τέφρας, σταχτής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ τεφρόν είδος κολλυρίου, ιδίως για τα μάτια, το οποίο είχε το χρώμα τής τέφρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα, πιθ. κατ απόσπαση από το επίθ …   Dictionary of Greek

  • Order of the Phoenix (Greek order) — The Order of the Phoenix (Greek Τάγμα του Φοίνικος) is an Order of Greece, established on May 13, 1926 by the republican government of the Second Hellenic Republic to replace the defunct Royal Order of George I. The Order was retained by the… …   Wikipedia

  • COLLYRA seu COLLYRIS — COLLYRA, seu COLLYRIS Graece Κολλύρα, et Κολλυρὶς, pastillus, seu parvus panis, in cinere coctus, atque inde cineribus fordidus. Hesychius: Ολλύρα, Θεόφραςος ἐπὶ τῶ ἐκ τέφρας πεπλασ μεν´ων. Aliter ἄκολος etc. Hinc κολλύρια, ocularia medicamenta,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”