- τευχήεις
τευχήεις, εσσα, εν, gerüstet, bewaffnet, Opp. Cyn. 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τευχήεις, εσσα, εν, gerüstet, bewaffnet, Opp. Cyn. 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τευχήεις — εσσα, ῆεν, Α οπλισμένος («ὅσοισιν ὕπερθε καρήατα τευχήεντα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος (πρβλ. τευχη στής, τευχη στήρ) + κατάλ. εις (βλ. λ. όεις)] … Dictionary of Greek
τευχήεντα — τευχήεις armed neut nom/voc/acc pl τευχήεις armed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek