- τευτλίς
τευτλίς, ίδος, ἡ, att. statt σευτλίς, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τευτλίς, ίδος, ἡ, att. statt σευτλίς, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τευτλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευτλίς — και σευτλίς, ίδος, ἡ, Α το τεύτλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦτλον / σεῦτλον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μηκον ίς)] … Dictionary of Greek
τευτλίδας — τευτλίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σευτλίς — ίδος, ἡ, Α (δ. προφ.) βλ. τευτλίς … Dictionary of Greek