- τιτθίζω
τιτθίζω, an der Brust liegen u. saugen, auch trans. säugen, nähren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιτθίζω, an der Brust liegen u. saugen, auch trans. säugen, nähren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιτθίζω — Α [τίτθη] 1. (μτβ.) θηλάζω 2. μέσ. τιτθίζομαι βυζαίνω («ἀναρρηθήσεται ὡς τιτθιζόμενον βρέφος», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
τιτθιζόμενον — τιτθίζω suckle pres part mp masc acc sg τιτθίζω suckle pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθισμός — ὁ, Α [τιτθίζω] η πίεση τής θηλής τού μαστού από βρέφος που θηλάζει … Dictionary of Greek