- τετολμηκότως
τετολμηκότως, adv. part. perf. von τολμάω, verwegen, Pol. 1, 23, 5. 9, 4, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετολμηκότως, adv. part. perf. von τολμάω, verwegen, Pol. 1, 23, 5. 9, 4, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετολμηκότως — boldly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετολμηκότως — Α επίρρ. με τόλμη, τολμηρά («ἐνέβαλον οἱ πρῶτοι πλέοντες τετολμηκότως», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. τετολμηκώς, ότος τού τολμῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek