- τετηρημένως
τετηρημένως, adv. part. perf. pass. von τηρέω, genau, aufmerksam, Schol. Ap. Rh. 1, 296.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετηρημένως, adv. part. perf. pass. von τηρέω, genau, aufmerksam, Schol. Ap. Rh. 1, 296.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετηρημένως — attentively indeclform (adverb) τηρέω watch over perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετηρημένως — Α επίρρ. με προσοχή, προσεχτικά («ἐνηλλαγμένως, οὐ τετηρημένως», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσ. παρακμ. τετηρημένος τού τηρῶ «προσέχω, επιτηρώ» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek