- τεταρταϊκός
τεταρταϊκός, vom viertägigen Fieber, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεταρταϊκός, vom viertägigen Fieber, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεταρταϊκός — ή, όν, ΜΑ [τεταρταῑος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τεταρταίο πυρετό («τεταρταϊκαὶ... περίοδοι», Αλέξ. Τραλλ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ τεταρταϊκός α) (ενν. πυρετός) ο τεταρταίος πυρετός β) άτομο που έχει προσβληθεί από τον παραπάνω πυρετό … Dictionary of Greek
τεταρταικόν — τεταρταικός of a quartan fever masc acc sg τεταρταικός of a quartan fever neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταρταικαῖς — τεταρταικός of a quartan fever fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταρταικοῖς — τεταρταικός of a quartan fever masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταρταικοῦ — τεταρταικός of a quartan fever masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταρταικούς — τεταρταικός of a quartan fever masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταρταική — τεταρταικός of a quartan fever fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταρταικήν — τεταρταικός of a quartan fever fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταρταικῶς — τεταρταικός of a quartan fever adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταρταικάς — τεταρταικά̱ς , τεταρταικός of a quartan fever fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)