- τιτυο-κτόνος
τιτυο-κτόνος, den Tityos tödtend, Callim. Dian. 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιτυο-κτόνος, den Tityos tödtend, Callim. Dian. 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιτυοκτόνος — ον, Α αυτός που φόνευσε τον Τιτυό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτυός + κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] … Dictionary of Greek