τετρώκοστος

τετρώκοστος

τετρώκοστος, dor. statt τεσσαρακοστός, Archimed.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετρωκοστός — ή, όν, Α βλ. τεσσαρακοστός …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακοστός — ή, ό / τεσσαρακοστός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τετρωκοστός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη καταλαμβάνει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό σαράντα (α. «αποφοίτησε τεσσαρακοστός» β. «καὶ… …   Dictionary of Greek

  • τετρωκοστομόριον — τὸ, Α το τεσσαρακοστό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρωκοστός, άλλος τ. τού τεσσαρακοστός + μόριον (πρβλ. τεταρτη μόριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”