- τετράδων
τετράδων, ὁ, = τέτραξ, Alcae. 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετράδων, ὁ, = τέτραξ, Alcae. 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετράδων — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στον Αλκαίο) «ὄρνεόν τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. τέτραξ*] … Dictionary of Greek
τετράδων — τετράς the number four fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλογία — Στα μαθηματικά λέγεται ότι τέσσερις πραγματικοί αριθμοί, διατεταγμένοι και διάφοροι από το μηδέν, α, β, γ, δ είναι σε α. –και γράφεται α:β = γ:δ– εάν ο λόγος α/β είναι ίσος με τον λόγο γ/δ (π.χ. οι αριθμοί 2, 1, 4, 2 είναι σε α.). Αν οι αριθμοί α … Dictionary of Greek
τέτραξ — αγος, ο, ΝΜΑ, γεν. και ακος, Α νεοελλ. ονομασία ενός είδους τού γένους ωτίς, αλλ. μικρός αγριόγαλος μσν. αρχ. 1. ονομασία δύο άγριων πτηνών 2. είδος μικρού πτηνού που μοιάζει με τον σπερμολόγο αρχ. φρ. «τέτραξ ὁ μείζων» ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Χάμιλτον, σερ Ουίλιαμ Ρόουαν — (Hamilton, Δουβλίνο 1805 – 1865). Ιρλανδός αστρονόμος και φυσικομαθηματικός. Συμπλήρωσε το έργο του Λαγκράνζ στη μαθηματική έρευνα της κλασικής μηχανικής. Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με τις εξισώσεις του X. (ή θεμελιώδη τύπο των εξισώσεων της… … Dictionary of Greek
tet(e)r- — tet(e)r English meaning: to quack (expr. root) Deutsche Übersetzung: redupl. Schallwort “gackern, hũhnerartige Vögel under likewise” Material: O.Ind. tittirá , tittirí , tittíri m. “ partridge, game bird “; Arm. tatrak… … Proto-Indo-European etymological dictionary