τετρά-δυμος

τετρά-δυμος

τετρά-δυμος, vierfaltig, vierfach, nach δίδυμος gebildet, Opp. Cyn. 2, 181.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεντάδυμος — η, ο 1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με τέσσερα άλλα παιδιά στην ίδια γέννα από την ίδια μητέρα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεντάδυμα πέντε αδέλφια που γεννήθηκαν σε μία γέννα από μία μάννα («τα πεντάδυμα τού Καναδά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + δυμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”