- τετρά-κλῑνος
τετρά-κλῑνος, mit vier Betten oder Tischlagern, Luc. Tox. 46 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-κλῑνος, mit vier Betten oder Tischlagern, Luc. Tox. 46 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρεισκαιδεκάκλινος — και τρισκαιδεκάκλινος, ον, Α (για χώρο) αυτός στον οποίο μπορούν να τοποθετηθούν δεκατρείς κλίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + κλινος (<κλίνη), πρβλ. τετρά κλινος)] … Dictionary of Greek