- τετρά-ζευκτος
τετρά-ζευκτος, = Folgdm, Philem. lex. p. 220.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-ζευκτος, = Folgdm, Philem. lex. p. 220.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινόζευκτος — λινόζευκτος, ον (Α) συνδεδεμένος με λινές κλωστές («λινόζευκτος δεσμός», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. αμφί ζευκτος, τετρά ζευκτος] … Dictionary of Greek