- τετρά-χοος
τετρά-χοος, zsgzgn τετράχους, vier χόες haltend; κάδοι Hedyl. 2 (App. 28); Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-χοος, zsgzgn τετράχους, vier χόες haltend; κάδοι Hedyl. 2 (App. 28); Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίχους — ουν, και οος, οον, Α 1. αυτός που περιλαμβάνει τρεις χόες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχοον μέτρο το οποίο περιλαμβάνει τρεις χόες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χοος / χους (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. τετρά χους] … Dictionary of Greek