- τετρά-χρονος
τετρά-χρονος, vierzeitig, von viererlei Tempo, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-χρονος, vierzeitig, von viererlei Tempo, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek