- τετρά-σκαλμος
τετρά-σκαλμος, mit vier Rudern, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-σκαλμος, mit vier Rudern, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάσκαλμος — και πεντέσκαλμος, ον, Α (για σκάφος) αυτός που έχει πέντε σειρές από σκαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σκαλμός «μικρός πάσσαλος όπου στηρίζεται το κουπί» (πρβλ. τετρά σκαλμος)] … Dictionary of Greek