- τετρά-στοος
τετρά-στοος, mit vier Hallen oder Säulengängen umgeben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-στοος, mit vier Hallen oder Säulengängen umgeben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίστοος — ον, Α (για οικοδόμημα) αυτός που έχει τρεις στοές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στοος (< στοά), πρβλ. τετρά στοος] … Dictionary of Greek