τετρά-στεγος

τετρά-στεγος

τετρά-στεγος, mit vier Stockwerken; D. Sic. 20, 85; Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεντάστεγος — ον, Μ 1. αυτός που έχει πέντε στέγες ή πέντε οροφές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάστεγον οικοδόμημα στην Αντιόχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στεγος (< στέγη), πρβλ. τετρά στεγος] …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιδεκάστεγος — ον, ΜΑ αυτός που έχει δεκαπέντε στέγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + στεγος (< στέγη), πρβλ. τετρά στεγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”