τετράς — the number four fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράς — (I) άδος, ἡ, ΜΑ βλ. τετράδα. (II) άντος, ο / τετρᾱς, ᾱντος, ΝΜΑ χάλκινο νόμισμα τών αρχαίων Ρωμαίων που είχε αξία ίση με ένα τέταρτο τού ασσαρίου νεοελλ. γεωμετρικό όργανο ευρύτατης άλλοτε χρήσης για μέτρηση υψών και αποστάσεων ή γωνιών… … Dictionary of Greek
τετρᾶς — τετρᾶ̱ς , τετράζω cackle like the fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράδα — τετράς the number four fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράδας — τετράς the number four fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράδες — τετράς the number four fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράδι — τετράς the number four fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράδος — τετράς the number four fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράδων — τετράς the number four fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράσι — τετράς the number four fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράσιν — τετράς the number four fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)