- τετρά-πολος
τετρά-πολος, viermal gewendet oder gepflügt, Theocr. 25, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-πολος, viermal gewendet oder gepflügt, Theocr. 25, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετραπολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τετράπολο 2. φρ. α) «τετραπολικός συντονισμός» φυσ. κβαντικό φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο ορισμένοι ατομικοί πυρήνες, καθώς συμπεριφέρονται ως ηλεκτρικά τετράπολα, είναι δυνατόν να απορροφήσουν… … Dictionary of Greek