- τετρά-πλευρος
τετρά-πλευρος, mit vier Seiten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρά-πλευρος, mit vier Seiten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύπλευρος — η, ο (Α εὔπλευρος, ον) αυτός που έχει ισχυρές πλευρές 2. αυτός που έχει ισχυρό στήθος και πνευμόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος, τετρά πλευρος)] … Dictionary of Greek
θεόπλευρος — θεόπλευρος, ον (AM) 1. αυτός που βρίσκεται στο πλευρό τού θεού 2. (για τη λόγχη) αυτός που διαπερνά το πλευρό τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό πλευρος, τετρά πλευρος] … Dictionary of Greek
τεσσαράπλευρος — ον, Μ τετράπλευρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, α + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. τετρά πλευρος] … Dictionary of Greek
κιβωτοτετράπλευρος — κιβωτοτετράπλευρος, ον (Μ) (για οικοδομή) αυτή που έχει τέσσερεις πλευρές σε σχήμα κιβωτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + τετρά πλευρος] … Dictionary of Greek