τετρά-πους

τετρά-πους

τετρά-πους, ὁ, ἡ, τετράπουν, τό, gen. ποδος, vierfüßig; Her. 4, 71; Eur. Hec. 1058; τετράπουν μῖμον ἔχων ἐπὶ ϑηρός, Rhes. 256; τετράπουν τὸ γένος αὐτῶν, Plat. Tim. 92 a, u. öfter; λεία, Pol. 1, 25, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες …   Dictionary of Greek

  • μελάμπους — Μυθολογικό πρόσωπο. Έφερε τη φήμη του αρχαιότερου Έλληνα μάντη και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αμυθάονα, αδελφός του Βίαντα και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμποδιδών. Τα δύο αδέλφια και ο θείος τους, Νηλέας, ταξίδεψαν από τη… …   Dictionary of Greek

  • ποσάπους — οδος, ὁ, ἡ, Α πόσων ποδών, με πόσο μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πούς «πόδι», κατά τα δί πους, τετρά πους κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …   Dictionary of Greek

  • kʷetu̯ er-, kʷetuō̆ r-, kʷetur- m., kʷetes(o)r- f. —     kʷetu̯ er , kʷetuō̆ r , kʷetur m., kʷetes(o)r f.     English meaning: four     Deutsche Übersetzung: “vier”     Note: (contains?? *sor “wife, woman”)     Material: O.Ind. catvü raḥ m. (acc. caturaḥ), catvü ri n., cátasraḥ f.; Av.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • тетраподия — ТЕТРАПОДИ´Я (греч. τετραποδία, от τέτρα в сложных словах четыре и πούς стопа) в античной метрике имеет то же значение, что и четырехстопность в русской метрике …   Поэтический словарь

  • ιχνόποδος — ἰχνόποδος, ὁ (Μ) ιχνόποδον*, ίχνος ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + ποδος (< πούς, ποδός), πρβλ. τετρά ποδος] …   Dictionary of Greek

  • τριπόδης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το πέος αρχ. αυτός που φθάνει τους τρεις πόδες σε μήκος ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δε τρίπηχυν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”